Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές ηλεκτρικές εταιρείες έχουν προγραμματίσει την κατασκευή νέων γραμμών μεταφοράς στην τρέχουσα δεκαετία για να διευκολύνουν τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο δίκτυο, όπως ΗΠΑ (37 bn$), Ηνωμ. Βασίλειο (15 bn GBP), Ισπανία (2010-2014, 4 bn€), EU (2010 0.91 bn€ για διασυνδέσεις). Οι νέες επενδύσεις στα δίκτυα ίσως ξεπεράσουν την τρέχουσα αξία του συνόλου του δικτύου, όταν το κόστος για offshore εφαρμογές είναι 500€/ kW. Παράλληλα απαιτούνται μεγάλες αλλαγές στο τεχνικό μέρος που αφορά στην πρόσβαση- σύνδεση στο δίκτυο των μονάδων ΑΠΕ, στη σχεδίαση και διαχείριση του δικτύου με εισαγωγή καινοτομιών και στο ρυθμιστικό πλαίσιο, καθώς και στο θεσμικό πλαίσιο εφαρμογών ΑΠΕ, με σημαντικές επιπτώσεις στα οικονομικά του ηλεκτρικού τομέα. Η διεσπαρμένη παραγωγή όμως μπορεί να αξιοποιεί με βέλτιστο τρόπο το δίκτυο διανομής εξυπηρετώντας τα φορτία.
Σύμφωνα με την Οδηγία 2009/28/EC η Ελλάδα έχει δεσμευτικό στόχο 18% συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020 (από 6.9% το 2005), αλλά στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις ΑΠΕ το ΥΠΕΚΑ προεξοφλώντας την επίτευξή του έθεσε νέο πλέον φιλόδοξο εθνικό στόχο 20%. Ακόμη πιο φιλόδοξος στόχος είναι η συμμετοχή των ΑΠΕ με 40% στην ηλεκτροπαραγωγή το 2020 με πολλά ερωτηματικά για την προσέγγισή του στο σημερινό περιβάλλον αλλά και προβληματισμούς για τις συνέπειες.
Για την επίτευξη του στόχου έχει καθορισθεί ένα μίγμα των ΑΠΕ με συνολική ισχύ περί τα 15 GW το 2020 από τα οποία πάνω από 10 GW περίπου νέα ισχύς ΑΠΕ στο διάστημα 2011-2020 με μεγάλη συμμετοχή της αιολικής ενέργειας ακολουθούμενη από τα φωτοβολταϊκά. Για αυτή τη νέα ισχύ των ΑΠΕ χρειάζονται υψηλοί ρυθμοί εφαρμογών, κατά μέσο όρο 1.000 MW/έτος με ευρύ πρόγραμμα κατασκευής νέων γραμμών μεταφοράς και υποσταθμών, αντλητικών σταθμών και ευέλικτων θερμικών μονάδων φυσικού αερίου με το αντίστοιχο κόστος. Οι επενδύσεις για τα έργα αυτά θα ξεπεράσουν τα 20δις€ που σημαίνει κατά μέσο όρο 2δις€/έτος μέχρι το 2020. Τόσο ο φιλόδοξος στόχος 40% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή το 2020 όσο και το μίγμα των ΑΠΕ είναι πολιτικές αποφάσεις χωρίς το αναγκαίο τεχνικό και οικονομικό υπόβαθρο με το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και εργαλεία σε μια δύσκολη περίοδο.
Η μεγάλη διείσδυση όμως των ΑΠΕ, ιδιαίτερα εκείνων που δεν επιδέχονται κατανομή φορτίου, αναμένεται να επηρεάσει την αξιοπιστία του δικτύου. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν οι ΑΠΕ τείνουν να αντικαταστήσουν τις θερμικές μονάδες, οπότε πρέπει να προβλέπεται εφεδρική ισχύς και αποθήκευση, καθώς και κάλυψη των αυξημένων αναγκών σε επικουρικές υπηρεσίες του δικτύου ώστε να εξασφαλίζεται επάρκεια και ομαλή λειτουργία του συστήματος.
Γενικά, η μεγάλη συμμετοχή των ΑΠΕ με διάθεση της παραγωγής στο δίκτυο και εγγυημένες τιμές για 20-25 χρόνια, θα περιορίσει σημαντικά τη λειτουργία και παραγωγή των θερμικών μονάδων και θα έχει επιπτώσεις στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τον ανταγωνισμό, οπότε ενδεχομένως οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας (οριακή τιμή του συστήματος), ιδιαίτερα τη νύχτα, τις αργίες και εποχιακά, ίσως έχουν μηδενικές τιμές και πιθανόν αρνητικές, δηλαδή θα δίδεται κίνητρο για κατανάλωση ώστε να λειτουργήσει το σύστημα κυρίως λόγω του τεχνικά ελάχιστου των θερμικών μονάδων. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος παραγωγής ενώ η πρόσθετη επιβάρυνση των θερμικών μονάδων για τις εκπομπές CO2 από το 2013 θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το κόστος παραγωγής. Η παραγωγή από τις ΑΠΕ παρέχεται στο δίκτυο με τιμές που σήμερα είναι υψηλότερες της οριακής τιμής του συστήματος και επιβαρύνουν τους καταναλωτές, αλλά δεν αναμένεται ότι θα γίνουν εντυπωσιακές ανατροπές μετά το 2013.
Όπως φαίνεται, τόσο από το Ν3851/2010 για την επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ όσο και τις αποφάσεις του ΥΠΕΚΑ, επιδιώκεται η γρήγορη ανάπτυξη των ΑΠΕ με οποιοδήποτε τίμημα. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης και το θεσμικό πλαίσιο δεν συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση του οικονομικού και κοινωνικού οφέλους και δεν προβάλλουν τον αναπτυξιακό χαρακτήρα των εφαρμογών ΑΠΕ ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και να ενισχυθούν οι εγχώριες κατασκευαστικές δραστηριότητες, αλλά και δεν παρέχονται τα κατάλληλα εργαλεία για την υποστήριξη των εφαρμογών. Η επιβαλλόμενη γραφειοκρατική διαδικασία για τις εφαρμογές ΑΠΕ, τα προβλήματα της επέκτασης του δικτύου και ενίοτε οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες και η αντίδραση των τοπικών κοινωνιών αυξάνουν σημαντικά το κόστος και επιφέρουν μεγάλες καθυστερήσεις, ενώ τα προβλήματα χρηματοδότησης των έργων δημιουργούν πρόσθετες αβεβαιότητες.
Η αιολική ενέργεια αναμένεται να έχει μεγάλη διείσδυση στο δίκτυο (συνολικά 7.500 MW to 2020) αλλά η κρίσιμη παράμετρος είναι οι επεκτάσεις του δικτύου και οι νέοι υποσταθμοί για τη σύνδεση των νέων αιολικών πάρκων. Η ιδέα της σύνδεσης των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα για την αξιοποίηση του αιολικού δυναμικού των νησιών και τη μεταφορά στην ηπειρωτική χώρα για κατανάλωση, χωρίς ακόμη να υπάρχουν ώριμες μελέτες, θα πρέπει να εξετασθεί με τη σοβαρότητα που απαιτείται. Η σύνδεση των νησιών με το διασυνδεδεμένο σύστημα πρέπει να γίνει αφού μελετηθούν οι ενδεδειγμένες λύσεις για να καταργηθούν σταδιακά οι αυτόνομοι σταθμοί πετρελαίου στα νησιά και παράλληλα να αναπτυχθούν οι ΑΠΕ, κυρίως ηλιακή και αιολική ενέργεια για να καλύψουν σε πρώτη φάση τις ανάγκες τους. Η αξιοποίηση του αιολικού δυναμικού στην ηπειρωτική χώρα προσφέρει τις καλύτερες ευκαιρίες και προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να στραφούν οι σχετικές διαδικασίες.
Ειδικότερα, στο Σχέδιο Δράσης η ισχύς των 2.200 MW φωτοβολταϊκών εφαρμογών κατανέμεται σε 1500 MW (τα 2/3) στην πρώτη περίοδο μέχρι το 2014 και τα 700 MW (το 1/3) στη δεύτερη περίοδο μέχρι το 2020. Αυτή η αδικαιολόγητη κατανομή επιφέρει υψηλή επιβάρυνση του ηλεκτρικού τομέα στην πρώτη περίοδο σε συνδυασμό και με τις υψηλές τιμές του τιμολογίου αγοράς της παραγόμενης ενέργειας, ενώ στη δεύτερη περίοδο προς το 2020 αναμένεται μεγάλη μείωση του κόστους του εξοπλισμού με αύξηση του βαθμού απόδοσης που θα οδηγήσει στην εξίσωση του κόστους παραγωγής με την τιμή του δικτύου ( grid parity).
Στην πρώτη περίοδο πρέπει να υποστηριχθούν οι διεσπαρμένες εφαρμογές με έμφαση τις εφαρμογές στις στέγες στο αστικό περιβάλλον χωρίς να δεσμεύεται γη και ιδιαίτερα στα νησιά με πολλά οφέλη και με αύξηση της απασχόλησης δημιουργώντας μια βιώσιμη και αναπτυσσόμενη αγορά όπου οι εγχώριες βιομηχανίες φωτοβολταϊκών θα έχουν ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς. Αντίθετα, υποστηρίζονται μεγάλες εφαρμογές επί εδάφους και μάλιστα σε αγροτική γη προτρέποντας τους αγρότες προνομιακά να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά στα χωράφια τους, με αποτέλεσμα να ξεριζώνονται καλλιέργειες για να εγκατασταθούν φωτοβολταϊκά. Αυτό δεν οδηγεί σε βιώσιμη ανάπτυξη ενώ η υποστήριξη των αγροτών για την αξιοποίηση της γεωργικής και δασικής βιομάζας θα έδινε τις καλύτερες προοπτικές.
Το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε μεγάλες Φ/Β εφαρμογές στην Ελλάδα, όσο γίνεται μεγαλύτερες, εκμεταλλευόμενοι τις εγγυημένες υψηλές τιμές για είκοσι χρόνια. Οι μεγάλες Φ/Β μονάδες όμως δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη της αγοράς, στην υποστήριξη της εγχώριας βιομηχανίας και στην απασχόληση αλλά αποβλέπουν σε μεγάλα κέρδη με τις εγγυημένες τιμές αφού χωρίς ρίσκο μπορούν να πάρουν πίσω στο τετραπλάσιο το κεφάλαιο της επένδυσης στα είκοσι χρόνια και επομένως τίθεται το ερώτημα εάν η χώρα χρειάζεται τέτοιες επενδύσεις.
Μια άλλη πρωτοτυπία στο νόμο είναι η υλοποίηση της Φ/Β εγκατάστασης εντός περιόδου 18 μηνών από την υπογραφή της σύμβασης με τον ΔΕΣΜΗΕ που εξασφαλίζει και την τιμή αγοράς η οποία μειώνεται σταδιακά ανά εξάμηνο για τις νέες εφαρμογές. Η συνήθης πρακτική σε άλλες χώρες είναι η εφαρμογή της τιμής που ισχύει κατά τη σύνδεση της μονάδας στο δίκτυο, αφού η υλοποίηση τέτοιων έργων είναι συνήθως της τάξεως μερικών εβδομάδων. Παρόλα αυτά, όπως αναγγέλθηκε, με νομοθετική ρύθμιση του ΥΠΕΚΑ θα εξασφαλισθεί η υψηλή τιμή του περασμένου εξαμήνου για όσους υπέβαλλαν φάκελο αλλά δεν υπέγραψαν σύμβαση με τον ΔΕΣΜΗΕ, επιβαρύνοντας τον ηλεκτρικό τομέα.
Υπάρχουν ακόμη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης εφαρμογές τεχνολογιών που υποστηρίζονται με υψηλές τιμές, οι οποίες ακόμη δεν είναι τόσο ώριμες για εφαρμογές ή δεν προσφέρονται στη χώρα δεσμεύοντας πολύτιμη γη (κατάλληλες για ερήμους) που δεν κρίνεται αναγκαία η συμμετοχή τους όταν υπάρχουν άλλες πιο αποδοτικές τεχνολογίες. Οι τεχνολογίες των ηλιοθερμικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής έχουν υψηλό τιμολόγιο για 25 χρόνια και χρήση ορυκτών καυσίμων 15%, που θα επιβαρύνουν τον ηλεκτρικό τομέα επί μακρόν.
Όπως φαίνεται, με την πορεία που ακολουθεί ο ηλεκτρικός τομέας προς την ακριβή ενέργεια, αναμένεται (εκτός από την αύξηση του ειδικού τέλους για τις ΑΠΕ) σημαντική αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας με υψηλές τιμές στον καταναλωτή και επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και του τριτογενή τομέα, ενώ η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν θα αποδώσει τα αναμενόμενα οφέλη στην κοινωνία και την οικονομία.
Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσεως επιλέγονται επενδύσεις που συμβάλλουν στην απασχόληση, στην οικονομική ανάπτυξη και γενικά αυτές που παρέχουν τα μεγαλύτερα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη συμβάλλοντας στην αειφόρο ανάπτυξη. Οι επενδύσεις στις ΑΠΕ προσφέρουν τη μεγαλύτερη ωφελιμότητα, αλλά χρειάζεται πολιτική που θα υποστηρίξει τις κατάλληλες επιλογές. Καθώς ο ηλεκτρικός τομέας αναπτύσσεται προς την κατεύθυνση της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ στο δίκτυο χρειάζονται τα κατάλληλα μέτρα και πολιτική με προοπτική και για τις επόμενες δεκαετίες.
Η σύνδεση στο δίκτυο και η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ χρειάζονται δραστήριους Διαχειριστές Συστήματος Διανομής και Συστήματος Μεταφοράς που θα ανταποκρίνονται στις μεγάλες απαιτήσεις σε έργα και καινοτομίες για να διευκολύνουν τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ. Αυτός ο διαχωρισμός των διαχειριστών που προβλέπεται στα πλαίσια της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έχει καθυστερήσει στη χώρα ενώ τώρα άρχισαν οι διαδικασίες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δυσκολίες στην ανάπτυξη των ΑΠΕ. Βεβαίως, ένα άλλο κρίσιμο θέμα είναι οι χρηματοδοτήσεις για τα έργα του δικτύου αλλά προέχει ο διαχωρισμός και η οργάνωση των διαχειριστών για να αναληφθούν σχετικές πρωτοβουλίες.
Οι φιλόδοξοι στόχοι στις ΑΠΕ χρειάζονται το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για να επιτευχθούν, όχι με οποιοδήποτε τίμημα αλλά μεγιστοποιώντας τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη. Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στον ηλεκτρικό τομέα δεν μπορεί να βασισθεί μόνο σε εγγυημένες τιμές για μεγάλη χρονική περίοδο και ως εκ τούτου σε άλλες χώρες σχεδιάζονται τιμολόγια που βοηθούν στο αρχικό διάστημα (συνήθως έως 10 χρόνια) στην απόσβεση του μεγαλύτερου μέρους της επένδυσης και εν συνεχεία καθορίζονται τιμές αρκετά χαμηλότερες από την οριακή τιμή του συστήματος, που μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για συμμετοχή στην ελεύθερη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με διαδικασίες και εργαλεία που προβλέπονται. Έτσι, επιτυγχάνονται οι στόχοι και λειτουργεί μια ανταγωνιστική αγορά με αμοιβαίο όφελος καταναλωτών και επενδυτών. Επομένως, χρειάζεται η σωστή σχεδίαση του τιμολογίου αγοράς ( feed- in tariff, FIT) προς αυτή την κατεύθυνση σε συνδυασμό με τη μείωση της γραφειοκρατίας που επιβαρύνει υπέρμετρα κάθε νέο επενδυτή που θέλει να ασχοληθεί με τις ΑΠΕ. Σήμερα, το τιμολόγιο αγοράς επιβαρύνει την παρούσα και τη νέα γενιά (20-25 χρόνια) ενώ λείπει η προοπτική για τη λειτουργία ανταγωνιστικής αγοράς. Παράλληλα, πρέπει να σχεδιασθούν έργα ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας που θα πραγματοποιηθούν με διαγωνιστικές διαδικασίες αυξάνοντας τα οφέλη.
Η χώρα είναι προικισμένη με υψηλό δυναμικό ΑΠΕ που μπορεί να αξιοποιηθεί πολύ αποδοτικά τόσο στην παραγωγή θερμότητας/ψύξης όσο και στην ηλεκτροπαραγωγή. Οι τεχνολογίες είναι διαθέσιμες και εξελίσσονται αλλά χρειάζεται καλή σχεδίαση σε μακρό χρονικό ορίζοντα και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για να συμβάλλει ο ηλεκτρικός τομέας με τις ΑΠΕ σε μια ανταγωνιστική οικονομία. Είναι ένα πλεονέκτημα που έχει η χώρα και είναι ευκαιρία τώρα με τις σωστές δράσεις να συμβάλλουν οι ΑΠΕ σε μια αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου