Για τη σωστή απεικόνιση απαιτείται η εγκατάσταση τουFlashPlayerκαι τουAdobe ReaderΗ ιστοσελίδα υποστηρίζεται λειτουργικά από τους πλοηγούςMozzila internet explorerChromeOperaedge microsoft Ιδανική ανάλυση οθόνης 1024 x 768.ΟΙ πηγές των αναρτήσεων εάν είναι αναδημοσίευση υπάρχουν στο τέλος κάθε ανάρτησης. Ευχαριστούμε πολύ.

ΜΥ ΗΟΜΕ ΟΝLINE

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 18, 2009
Το δήθεν Τέλος ΑΠΕ και οι οικονομικές συνέπειες από την μη επίτευξη των στόχων
Του Παναγιώτη ΠαπασταματίουΣύμφωνα με το άρθρο 40 του ν.2773/1999 όπως ισχύει, ο Διαχειριστής ανακτά πλήρως τα ποσά που καταβάλλει στις μονάδες ΑΠΕ μέσω ειδικού λογαριασμού. Το σχετικό κόστος που χρειάζεται να ανακτήσει ο ΔΕΣΜΗΕ προκύπτει από το εξής γεγονός: κάθε ώρα που ο ΔΕΣΜΗΕ, ως λειτουργός της αγοράς, εκκαθαρίζει την χονδρεμπορική αγορά, αγοράζει από τους παραγωγούς την ηλεκτρική ενέργεια που εγχύουν στην τιμή της αγοράς (Οριακή Τιμή Συστήματος, ΟΤΣ) και την μεταπωλεί στους χονδρεμπόρους (προμηθευτές) στην ίδια τιμή. Από την άποψη αυτή, ο ΔΕΣΜΗΕ είναι οικονομικά αδιάφορος για τη διαμόρφωση της τιμής αφού από τη συναλλαγή αυτή ούτε χάνει ούτε κερδίζει ασχέτως ύψους ΟΤΣ. Όταν στο Σύστημα εντάσσονται μονάδες ΑΠΕ, αυτές αμείβονται για την ενέργεια που εγχύουν σε σταθερή τιμή (feed in tariff, FIT) ασχέτως της ΟΤΣ εκείνη την ώρα. Την πράσινη αυτή ενέργεια που παρήγαγαν οι ΑΠΕ, ο ΔΕΣΜΗΕ εξακολουθεί να την μεταπωλεί στους προμηθευτές στην ΟΤΣ που διαμορφώνεται εκείνη την ώρα. Επομένως, αν η FIT (ή γενικά ο σταθμισμένος μέσος όρος της σε περίπτωση διαφοροποίησής της ανά τεχνολογία) είναι μικρότερη από την ΟΤΣ, εκείνη την ώρα ο ΔΕΣΜΗΕ κερδίζει. Αν όμως η FIT είναι μεγαλύτερη από την ΟΤΣ, ο ΔΕΣΜΗΕ χάνει. Και επειδή γενικά η ΟΤΣ είναι μικρότερη από τη FIT, ο ΔΕΣΜΗΕ αντιμετωπίζει ένα έλλειμμα που ισούται με τη διαφορά αυτή επί την παραγόμενη πράσινη ενέργεια. Το έλλειμμα αυτό ο ΔΕΣΜΗΕ το καλύπτει, κατανέμοντάς το σε όλους τους καταναλωτές (μέσω των προμηθευτών). Είναι σαφές ότι πέραν του ύψους της FIT και της διείσδυσης ΑΠΕ, ιδιαίτερη σημασία για το ύψος του τέλους ΑΠΕ έχει η διαμόρφωση της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς δηλαδή της Οριακής Τιμής του Συστήματος (ΟΤΣ). Η τιμή αυτή σχετίζεται άμεσα με το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα και με τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς και ειδικά τον τρόπο που αυτή αντανακλά μέσω της ΟΤΣ το πραγματικό κόστος παραγωγής. Ταυτόχρονα, αφού το ύψος του τέλους ΑΠΕ –που επιβαρύνει την τελική (λιανική) κατανάλωση- εξαρτάται από την τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς, έχει σημασία να διερευνηθεί ο βαθμός σύζευξης των δύο αυτών αγορών και πώς (ή αν) η τιμή της χονδρεμπορικής που επηρεάζει το τέλος ΑΠΕ (δηλ. ένα στοιχείο κόστους της λιανικής) επηρεάζει τα υπόλοιπα σκέλη των τιμών λιανικής.Δυστυχώς, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της απελευθέρωση της αγοράς κατά την τελευταία 5ετία και το πλούσιο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει παραχθεί, απλοϊκά, μπορεί να λεχθεί ότι η ελληνική αγορά παραμένει ακόμα μια ημιτελής αγορά, για δύο βασικούς λόγους:Πρώτον: Η τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς δεν αντανακλά το πλήρες κόστος του προϊόντος. Συγκεκριμένα, ο παραγωγός που προσφέρει στην αγορά –πέραν από το αντάλλαγμα που εισπράττει από αυτή μέσω της διαμορφούμενης ΟΤΣ- έχει πρόσθετο έσοδο από τις διμερείς (αφανείς) συμβάσεις διαθεσιμότητας ισχύος που συνάπτει με τους χονδρεμπόρους (προμηθευτές). Οι τελευταίοι για να ασκήσουν τη δραστηριότητάς τους οφείλουν να συνάψουν αντίστοιχες Συμβάσεις Διαθεσιμότητας Ισχύς (ΣΔΙ) με εγχώριους παραγωγούς. Άρα, ο παραγωγός δεν χρειάζεται να ανακτά το κόστος του αποκλειστικά από την αγορά, η τιμή της οποίας επομένως δεν αντανακλά το πλήρες κόστος του παραγωγού. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα εντονότερο αν αναλογιστεί κανείς ότι τόσο η παραγωγή όσο και η χονδρεμπορία στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ, γεγονός που μάλλον καθιστά επιτακτική την ανάγκη για μια ασύμμετρη ρύθμιση στο επίπεδο των διμερών ΣΔΙ. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι εξ αυτού του λόγου η μέση ΟΤΣ τείνει να διαμορφωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που αντανακλούν το πλήρες κόστος παραγωγής. Μάλιστα, πριν τις σημαντικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών, ο δεσπόζων παίκτης μπορούσε πιο εύκολα να καταχραστεί τη θέση του και να κρατά την ΟΤΣ τεχνητά σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Η χαμηλή ΟΤΣ, πέραν της αποθάρρυνσης εισόδου νέων παικτών είχε τότε (μέχρι και το 2004/5) την συνέπεια το τέλος ΑΠΕ να έχει οριστεί σε αδίκως υψηλό επίπεδο, χωρίς φυσικά από αυτό να επωφελούνται οι ΑΠΕ.Δεύτερον: Η τιμή της λιανικής αγοράς δεν συσχετίζεται με την τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς. Δηλαδή είτε αυξάνεται είτε μειώνεται η Οριακή Τιμή του Συστήματος, η καθοριζόμενη από το κράτος τιμή λιανικής στην οποία πουλάει ο δεσπόζων χονδρέμπορος ΔΕΗ δεν μεταβάλλεται. Τούτο βέβαια γίνεται ακριβώς για να προστατευθεί ο καταναλωτής και ο ανταγωνισμός από την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης στη λιανική αγορά, αλλά δεν υπάρχει καμία οικονομική λογική πίσω από την πλήρη ανεξαρτησία των δύο αγορών. Μάλιστα, η μοναδική άμεση οικονομική συνέπεια μιας τόσο ισχυρής στρέβλωσης σχετίζεται και πάλι με το τέλος ΑΠΕ. Είναι λογικό ότι ο απλός καταναλωτής δεν μπορεί να αντιμετωπίζει το ρίσκο των διακυμάνσεων της τιμής ηλεκτρισμού. Για αυτό υπάρχουν θεωρητικά οι χονδρέμποροι, ώστε να αναλαμβάνουν το ρίσκο αυτό και φυσικά να απολαμβάνουν ως αμοιβή το εύλογο κέρδος προσφέροντας στη λιανική αγορά συνδυασμούς προϊόντων. Ωστόσο, είναι επίσης εύλογο ότι σε ένα βάθος χρόνου, η τιμή λιανικής, ειδικά όταν αυτή δεν καθορίζεται ελεύθερα αλλά ρυθμίζεται από το κράτος, θα πρέπει να ενσωματώνει με αποτελεσματικό τρόπο το εύρος (ή μέρος αυτού) των διακυμάνσεων της τιμής χονδρεμπορικής. Δεν είναι λογικό η τιμή λιανικής να παραμένει καθηλωμένη όταν η τιμή χονδρεμπορικής ανεβαίνει διαρκώς για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. άνοδος τιμών καυσίμων, στενότητα ισχύος κ.λπ.). Αντιστρόφως, δεν είναι λογικό η τιμή λιανικής να μην αναπροσαρμόζεται όταν η τιμή στη χονδρεμπορική πέφτει.Σήμερα στην Ελλάδα αυτό δεν συμβαίνει, αλλά ούτε θα μπορούσε να συμβεί διότι τα τιμολόγια μας είναι σαφώς ανορθολογικά και δεν αντανακλούν με δίκαιο τρόπο τα επίπεδα του κόστους. Έτσι το τελευταίο διάστημα που η ΟΤΣ έχει σχεδόν καταρρεύσει, ο καταναλωτής συνεχίζει να πληρώνει την ίδια τιμή λιανικής που πλήρωνε και όταν η ΟΤΣ ήταν σχεδόν διπλάσια. Τις διαφορές αυτές -είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω- τις ενσωματώνει ο κυρίαρχος προμηθευτής με σημαντικές συνέπειες στην ορθολογική του λειτουργία και την οικονομική του απόδοση.Αν, προς στιγμήν, υποθέσουμε ότι τα τιμολόγια λιανικής αντανακλούν με δίκαιο τρόπο το κόστος παραγωγής, θα έπρεπε να υπάρχει ένας μηχανισμός ο οποίος θα οδηγούσε σε μείωσή τους μετά από μια σημαντική ή παρατεταμένη μείωση της ΟΤΣ. Παράλληλα, η πτώση της ΟΤΣ οδηγεί σε αύξηση της διαφοράς της από τη σταθερή τιμή ΑΠΕ και άρα σε ανάγκη αύξησης του τέλους ΑΠΕ. Δεδομένης όμως της, ούτως ή άλλως, μικρότερης συμμετοχής των ΑΠΕ στο ισοζύγιο ηλεκτρισμού, η αύξηση αυτή του τέλους ΑΠΕ θα είναι σαφώς μικρότερη από τη συνολική μείωση των τιμών λιανικής λόγω της σύνδεσής τους με την ΟΤΣ που πέφτει. Έτσι τελικά, από τη συνολική κίνηση της αγοράς ο καταναλωτής θα έπρεπε να βγει κερδισμένος και να οδηγηθεί να πληρώνει μικρότερη συνολική τιμή παρά την μικρή αύξηση του τέλους ΑΠΕ.Στην Ελλάδα αυτό δεν συμβαίνει. Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι, από τις δύο συνέπειες που θα έπρεπε να έχει η πτώση της ΟΤΣ (δηλ. την πτώση της τιμής λιανικής και την αύξηση του τέλους ΑΠΕ) εμείς κρατάμε μόνο την δεύτερη, δηλαδή την αύξηση του τέλους ΑΠΕ. Έτσι ενώ η τιμή χονδρεμπορικής πέφτει, ο καταναλωτής θα βρεθεί να πληρώνει περισσότερα εξαιτίας της ανάγκης αύξησης του τέλους ΑΠΕ. Είναι πράγματι κωμικό, αλλά ταυτόχρονα είναι και τραγικό και άδικο για τις ΑΠΕ. Διότι την αυξημένη αυτή επιβάρυνση ο κάθε καλοπροαίρετος καταναλωτής και κάθε κακοπροαίρετος αντιδρών, θα την αποδώσει στο δήθεν υψηλό κόστος των ΑΠΕ. Ενώ η πραγματική της αιτία είναι η μη απελευθέρωση της αγοράς. Το επιχείρημα που υπονοείται από τον ανωτέρω συλλογισμό είναι απλό: Η πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς και προώθησης του ανταγωνισμού είναι μια τούρτα που την τρως ολόκληρη και όχι κομμάτι κομμάτι. Η αποσπασματική εφαρμογή της οδηγεί σε στρεβλώσεις και αδικίες, όπως αυτή που μόλις περιγράφηκε. Τούτο συμβαίνει διότι κρατάμε τον Έλληνα καταναλωτή ουσιαστικά δέσμιο του μονοπωλίου και της μη απελευθέρωσης. Του κρύβουμε από τα τιμολόγια κάθε ανάλυση κόστους. Δεν ξέρει τι πληρώνει για παραγωγή, μεταφορά, διανομή, επικουρικές, ΥΚΩ, νησιά, επιχειρηματικό κέρδος και τόσα άλλα. Του φωτίζουμε μόνο ένα στοιχείο κόστους το οποίο το ονομάζουμε και με παραπλανητικό τρόπο: τέλος ΑΠΕ. Αν το κράτος σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό του θα πρέπει ή να κάνει αμέσως ό,τι δεν έκανε για την αγορά ηλεκτρισμού εδώ και δέκα έτη ή (πιο ρεαλιστικό) να παύσει να αναγράφει διακριτά το δήθεν τέλος ΑΠΕ στα τιμολόγια.Η Πολιτεία οφείλει να συνειδητοποιήσει τις τραγικές οικονομικές συνέπειες που θα έχει για τον Έλληνα καταναλωτή η μη επίτευξη των στόχων ΑΠΕ. Όπως είναι γνωστό με βάση τη νέα Ευρωπαϊκή νομοθεσία, η ηλεκτροπαραγωγή τίθεται σε πανευρωπαϊκό χρηματιστηριακό σύστημα αδειών εκπομπής (ETS) με σημαντικό περιορισμό συνολικών εκπομπών και με υποχρέωση όλων των ηλεκτρικών εταιρειών να αγοράζουν σε δημοπρασία το σύνολο των αδειών εκπομπής που θα χρειάζονται. Σύμφωνα με τις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες έχουν εκπονηθεί για λογαριασμό της από το ΕΜΠ (Εργαστήριο Υποδειγμάτων Ενέργειας ‐ Οικονομίας ‐ Περιβάλλοντος ΕΜΠ – Μελέτη επιπτώσεων της Νέας Κλιματικής Πολιτικής, http://ec.europa.eu/environment/climat/climate_action.htm), αν η δομή της ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας παραμείνει η ίδια με σήμερα, θα πρέπει να καταβάλλονται από το 2013 και μετά περίπου 2,2 δισ. ευρώ το χρόνο για αγορά δικαιωμάτων εκπομπής της ηλεκτροπαραγωγής, δηλαδή περίπου επιπλέον κόστος 35 €/MWh, με αποτέλεσμα οι τιμές του ρεύματος να επιβαρυνθούν περίπου κατά 45% σε σημερινές τιμές. Έτσι από την αποτυχία επίτευξης των στόχων ΑΠΕ, για ένα μέσο νοικοκυριό η συνολική επιβάρυνση είναι 230 €/έτος. Σημειώνουμε ότι το παραπλανητικά αποκαλούμενο Τέλος ΑΠΕ σήμερα ανέρχεται σε 2 €/έτος για ένα μέσο νοικοκυριό και ο απειλούμενος πενταπλασιασμός θα σημάνει επιβάρυνση 10 €/έτος.Η Κοινωνία είναι διατεθειμένη να αναλάβει ένα τέτοιο μικρό βάρος αν πραγματικά αυτό θα ωφελήσει την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγή.
* κ. Ο Παναγιώτης Παπασταματίου είναι Διδάκτωρ Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, Αντιπρόεδρος ΕΛΕΤΑΕΝ (Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου